Κοινή Ονομασία: Γλαδίολος
Βοτανική-Λατινική Ονομασία: Gladiolus
Γένος: Gladiolus sp
Οικογένεια: Ιριδιδών (Iridaceae)
Τάξη: Asparagales
Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ιριδιδών. Περιλαμβάνει εκατοντάδες είδη πολυετών ποωδών φυτών, τα οποία είναι δύσκολο να υπολογιστούν με ακρίβεια λόγω των πολυάριθμων ποικιλιών και υβριδίων που υπάρχουν. Είναι κυρίως ιθαγενή της νότιας Αφρικής, αν και υπάρχουν επίσης πολυάριθμα είδη που φύονται σε άγρια κατάσταση σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, της κεντρικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας. Η ονομασία του γένους προέρχεται από τη λατινική λέξη gladius που σημαίνει σπαθί, εξαιτίας του σπαθοειδούς σχήματος των φύλλων του· για τον ίδιο λόγο η αρχαία ελληνική ονομασία του φυτού είναι ξιφίον.
Τα όμορφα άνθη του τον καθιστούν περιζήτητο καλλωπιστικό φυτό με σημαντική εμπορική αξία. Ορισμένα είδη χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.
Ο γλαδίολος είναι πολυετές φυτό με κονδυλόμορφο βολβό. Στο γένος Gladiolus όπου και ανήκει, κατατάσσονται περίπου 260 είδη. Στο υπέργειο τμήμα, ο γλαδίολος μπορεί να φτάσει σε ύψος από 50 έως 1.20 cm και σε διάμετρο έως 15cm. Το υπόγειο όργανο του είναι ένας κονδιλόμορφος βολβός ή κορμός, με διάμετρο 2-10 cm. Το σχήμα του χαρακτηρίζεται από μια κωνική κορυφή και μια πλατιά βάση. Ο κορμός εξωτερικά καλύπτεται από ινώδεις χιτώνες, που είναι οι αποξηραμένες πια βάσεις των φύλλων από τη προηγούμενο περίοδο. Γύρω από το κορμό αναπτύσσονται μικρότερα κορμίδια. Τα φύλλα εκφύονται κατευθείαν από το έδαφος, έχουν μεγάλο μήκος, σκληρά και στενά με έντονο πράσινο. Από το κέντρο των φύλλων αναπτύσσεται το ανθικό στέλεχος που σε ύψος ξεπερνάει τα φύλλα.
Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία που ονομάζεται στάχυς. Τα χρώματα ποικίλουν και το μέγεθος των ανθέων εξαρτάται από την ποικιλία. Όπως επίσης και το σχήμα τους άλλα είναι απλά και άλλα κυματιστά. Ανθίζουν το καλοκαίρι αλλά εξαρτάται πότε θα τους φυτέψει κανείς. Γενικά ανθίζουν 2-2.5 μήνες αφού φυτευτούν. Έχουν δημιουργηθεί και νάνες ποικιλίες με ύψος 20-35cm.
Ο πολλαπλασιασμός του γλαδίολου γίνεται με τους κορμούς και τα κορμίδια. Φυτεύουμε την άνοιξη τους κορμούς ανά 5 cm σε σειρές που απέχουν μεταξύ τους 15 cm περίπου. Όταν τελειώσει η ανθοφορία και μαραθούν τα φύλλα, ξεριζώνουμε τους κορμούς, τους καθαρίζουμε και τους αποθηκεύουμε σε ένα μέρος με χαμηλή θερμοκρασία περίπου στους 0º για να ξαναφυτευτούν την επόμενη άνοιξη. Τα κορμίδια χρειάζεται να καλλιεργηθούν 2-3 χρόνια για να μεγαλώσουν και να δώσουν πλούσια ανθοφορία.
Από τα πιο αξιόλογα αφρικανικά είδη αναφέρονται ο Gladiolus psittacinus με δίχρωμα κιτρινοκόκκινα άνθη, ο Gladiolus cardinalis, που φέρει εντυπωσιακά πορφυρά άνθη και από μία μεγάλη λευκή κηλίδα σε ορισμένα πέταλα, ο Gladiolus tristis, με λευκοκίτρινα άνθη και κίτρινο σωλήνα κ.ά. Με επιλογή και διασταυρώσεις μεταξύ των ειδών αυτών, έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες υβριδικές ποικιλίες με πλήθος χρωματικών συνδυασμών, μορφής και μεγέθους ανθών. Τα υβρίδια που προκύπτουν διασταυρώνονται εύκολα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κάθε χρόνο νέες ποικιλίες, οι οποίες κατατάσσονται σε διάφορες ομάδες. Η πιο σημαντική ομάδα από άποψη ποικιλομορφίας και εμπορικής αξίας είναι οι γλαδίολοι με μεγάλα άνθη, πολλοί από τους οποίους δημιουργήθηκαν στην Αγγλία και στην Ολλανδία. Υπάρχουν, επίσης, ομάδες με μικρότερα άνθη που προέρχονται από διάφορα είδη όπως οι Gladiolus primulinus, Gladiolus colvillei, Gladiolus nanus κ.ά.
Στην Ελλάδα οι γλαδίολοι καλλιεργούνται ευρέως για την παραγωγή κομμένων ανθέων, τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γλαδιόλες. Εκτός από τα καλλιεργούμενα, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα αυτοφυή είδη: Gladiolus segetum (κοινώς, σπαθόχορτο), Gladiolus byzantinus, Gladiolus illyricus και Gladiolus glaucus. Κατά τη διάρκεια της θερινής ανθοφορίας τους, αποτελούν θαυμάσιο διάκοσμο για τους αγρούς, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια για τα καλλιεργούμενα φυτά.